- κατσιάζω
- κάτσιασα, κατσιασμένος, κάνω κάτι να χάσει τη ζωηρότητά του, μαραίνω, μαραίνομαι: Μην πιάνετε πολύ το γατάκι και το κατσιάσετε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσιάζω — κατσιάζω, κάτσιασα, κατσιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατσιάζω — [κατσί] 1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου 2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού 3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί … Dictionary of Greek
γατιάζω — και γατσιάζω και κατσιάζω [γατί, γατσί, κατσί] 1. (αμτβ. για πρόσ. και ζώα) χάνω τη ζωηρότητά μου, αδυνατίζω 2. αγριεύω σαν τη γάτα … Dictionary of Greek
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek
κάτσιασμα — το [κατσιάζω] απώλεια τής φρεσκάδας και τής ζωντάνιας, μαρασμός … Dictionary of Greek
ζουριάζω — ιασα, ζουριασμένος, η, ο 1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω. 2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω. 3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, η, ο καχεκτικός, μαραμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)